- μελαινονεφής
- μελαινονεφής (sic), ές,A = μελανονεφής, accompanied by black clouds, of sunset and sunrise, Cat.Cod.Astr.8(1).138.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελαινονεφής — μελαινονεφής, ές (Α) βλ.μελανονεφής … Dictionary of Greek
μελανονεφής — και μελαινονεφής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ νεφής. Ο τ. μελαινεφής κατά το κελαινεφής] … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek